ρωμαλέος
61γιγαντόκορμος — η, ο 1. γιγαντόσωμος 2. ρωμαλέος …
62γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… …
63επαλκής — ἐπαλκής, ές (Α) ισχυρός, ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλκής (< αλκή «δύναμη» < αλέξω «υπερασπίζομαι»] …
64επερειστικός — ἐπερειστικός, η, όν (Α) [επερείδω] 1. αυτός που στηρίζει, που υποστηρίζει 2. ρωμαλέος, δυνατός («ἐπερειστική ἐπιβολή», Πρόκλ.) …
65ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… …
66ευδρανής — εὐδρανής, ές (Μ) 1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος 2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α δρανής, ολιγο δρανής] …
67ευοπλώ — εὐοπλῶ, έω (Α) [εύοπλος] 1. είμαι καλά οπλισμένος, έχω πολεμικά εφόδια 2. είμαι ισχυρός, σφριγηλός, ρωμαλέος («νεότης εὐοπλοῡσα», Φίλ.) …
68ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… …
69ευπηγής — εὐπηγής, ές και δωρ. τ. εὐπαγής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός 2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός 3. στερεός, καλά κατασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι… …
70ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …