ρωμαλέος

  • 51-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …

    Dictionary of Greek

  • 52άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… …

    Dictionary of Greek

  • 53έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… …

    Dictionary of Greek

  • 54ίφθιμος — ἴφθιμος, ον, θηλ. και η (Α) 1. (γενικά αλλά και κυρίως για ήρωες και για τον Άδη) δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος 2. (για γυναίκες) α) εύρωστη β) ευπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η απουσία αρχικού F δεν επιτρέπει τη σύνδεση τής λ. με τους τ. ἴς,… …

    Dictionary of Greek

  • 55αθλητικός — ή, ό (Α ἀθλητικός, ή, όν) [ἀθλητής] ο σχετικός με τον αθλητή νεοελλ. εύρωστος, ρωμαλέος …

    Dictionary of Greek

  • 56ανοιχτοκουταλάτος — η, ο αυτός που έχει φαρδιές πλάτες, δυνατός, ρωμαλέος …

    Dictionary of Greek

  • 57γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… …

    Dictionary of Greek

  • 58γεροδένω — 1. δένω στερεά 2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω 3. (μτχ.) γεροδεμένος, η, ο α) (για πράγματα) στερεός β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός …

    Dictionary of Greek

  • 59γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 60γιγαντοπάλαμος — γιγαντοπάλαμος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει παλάμες γίγαντα, δηλ. γιγαντόσωμος, ρωμαλέος 2. φρ. «παλάμη γιγαντοπάλαμος» μεγάλη σαν τού γίγαντα …

    Dictionary of Greek