ρωμαλέος

  • 31ῥωμαλέου — ῥωμαλέος strong of body masc/neut gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32ῥωμαλέους — ῥωμαλέος strong of body masc acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33ῥωμαλέῳ — ῥωμαλέος strong of body masc/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 34αιζηός — αἰζηός, ο (Α) 1. ως επίθ. ρωμαλέος, δυνατός, δραστήριος 2. ως ουσ. άνδρας, πολεμιστής, παληκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας, όπως αβέβαιη είναι και η ακριβής σημ. τής λ. Η επικρατέστερη άποψη (τού Danielsson), που παράγει τη λ. < *αἰζα Fos… …

    Dictionary of Greek

  • 35δαλματικός — Σκύλος ρωμαλέος, ανθεκτικός και ευκίνητος, κατάλληλος για φύλαξη. Το αρσενικό έχει ύψος 55 60 εκ. στο ακρώμιο και το θηλυκό 50 55 εκ. Το τρίχωμά του είναι καθαρό και λευκό, αλλά διάστικτο σε όλο το σώμα με πολυάριθμα στρογγυλά στίγματα, μαύρα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 36μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …

    Dictionary of Greek

  • 37παράνθρωπος — (paranthropus). Αυστραλοπίθηκος. Λείψανά του βρέθηκαν το 1948 μέσα σε πλειο πλειστοκαινικά στρώματα στην περιοχή Κρομντράι του Τράνσβααλ. Η κρανιακή χωρητικότητα του π. είναι μικρή. Τα δόντια του θυμίζουν εκείνα του σινάνθρωπου και των σημερινών… …

    Dictionary of Greek

  • 38ρωμαλεούμαι — όομαι, Α [ῥωμαλέος] παθ. είμαι ή γίνομαι ρωμαλέος …

    Dictionary of Greek

  • 39ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… …

    Dictionary of Greek

  • 40στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… …

    Dictionary of Greek