ρωμαλέος
111γεροδεμένος — η, ο 1.ο ρωμαλέος: Τους εμπόδισε ένας γεροδεμένος αστυνομικός. 2. μτφ., ο στέρεος: Η φιλία τους είναι γεροδεμένη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
112γερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι υγιής: Είναι γερός και αρρωσταίνει σπάνια. 2. ρωμαλέος, δυνατός, γεροδεμένος: Είναι ένα γερό αγόρι. 3. ικανός: Είναι γερός στα μαθηματικά. 4. ανθεκτικός, στερεός, σταθερός: Γερά θεμέλια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
113δυνατός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός, ρωμαλέος: Είναι δυνατός άντρας. 2. στερεός, ανθεκτικός, γερός: Έχει δυνατό οργανισμό. 3. αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί: Δεν είναι δυνατός ένας συμβιβασμός ανάμεσά τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114εύρωστος — η, ο 1. ο σωματικά ισχυρός, ρωμαλέος, δυνατός. 2. μτφ., ακμαίος, ζωηρός: Εύρωστο δέντρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115μυώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει δυνατούς μυς, ο ρωμαλέος: Κάτω από το πουκάμισο διαγραφόταν το μυώδες στήθος του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
116νεανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε νέο, ρωμαλέος, ορμητικός: Νεανικές τρέλες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
117στιβαρός — ή, ό επίρρ. ά δυνατός, ρωμαλέος: Τον κράτησε στα στιβαρά του χέρια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
118τσελίκι — τσελίκι, το και τσιλίκι, το (λ. τουρκ.) 1. χάλυβας, ατσάλι. 2. μτφ., άνθρωπος ρωμαλέος, υγιέστατος: Είναι γέρος, αλλά τσελίκι. 3. μικρό ξύλο με το οποίο παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
119ῥωμαλεωτέραι — ῥωμαλεωτέρᾱͅ , ῥωμαλέος strong of body fem dat comp sg (attic doric aeolic) …
120ῥωμαλεωτέραν — ῥωμαλεωτέρᾱν , ῥωμαλέος strong of body fem acc comp sg (attic doric aeolic) …