ρωμαιοκαθολικός
21Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… …
22καθολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός: Ο πρόεδρος βγήκε με καθολική ψηφοφορία. 2. ο δυτικός, ο ρωμαιοκαθολικός: Η εξωτερική εμφάνιση του καθολικού ιερέα διαφέρει από την αντίστοιχη εμφάνιση του ορθόδοξου ιερέα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы