ρωμαιοκαθολικός

  • 11φρέρης — ο, Ν ρωμαιοκαθολικός εκπαιδευτικός και ιερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frere «αδελφός» (πρβλ. και φλάρης / φλάρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 12φραγκεύω — Ν [Φράγκος] 1. (μτβ.) προσηλυτίζω κάποιον στον Ρωμαιοκαθολικισμό 2. (αμτβ.) γίνομαι Ρωμαιοκαθολικός αλλάζοντας δόγμα …

    Dictionary of Greek

  • 13φραγκόπαπας — ο, Ν Ρωμαιοκαθολικός παπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + παπάς] …

    Dictionary of Greek

  • 14χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 15Βαρβαρήγος, Ιερεμίας — (αρχές 17ου αι.). Ρωμαιοκαθολικός κληρικός, ελληνικής καταγωγής. Γεννήθηκε στη Σαντορίνη και τελείωσε το γυμνάσιο του Αγίου Αθανάσιου στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία μητροπολίτης Παροναξίας και αγωνίστηκε δραστήρια για τη διάδοση… …

    Dictionary of Greek

  • 16Δαλέζιος, Ιωάννης — (Σύρος 1856 – Βόλος 1898). Ρωμαιοκαθολικός κληρικός και εθνομάρτυρας. Ανήκε σε μεγάλη οικογένεια της Σύρου. Νέος ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και αργότερα πήγε στη Γένοβα όπου σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία. Αφού τελείωσε τις σπουδές του,… …

    Dictionary of Greek

  • 17Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …

    Dictionary of Greek

  • 18Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 19Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 20Μάλτα — I Νησιωτικό κράτος της νότιας Ευρώπης στην κεντρική Μεσόγειο, περίπου 60 ναυτικά μίλια N της Σικελίας.Σημαντικό πολιτιστικό κέντρο κατά την αρχαιότητα και σε σημαντική γεωστρατηγική θέση, η Μ. υπέστη διαδοχικές κατοχές αλλά ταυτόχρονα ήρθε σε… …

    Dictionary of Greek