ρυκάνη
1ῥυκάνη — plane fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ῥυκάνῃ — ῥυκάνη plane fem dat sg (attic epic ionic) …
3ρυκάνη — η / ῥυκάνη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥυκάνα Α ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη, το ροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυκάνη ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *reuk «μαδώ, γδέρνω, απογυμνώνω» (πρβλ. λατ. runco «σκαλίζω, βοτανίζω») + επίθημα άνη (πρβλ. δρεπ άνη, σκαπ …
4ῥυκάναις — ῥυκάνη plane fem dat pl …
5ῥυκάνα — ῥυκάνᾱ , ῥυκάνη plane fem nom/voc/acc dual ῥυκάνᾱ , ῥυκάνη plane fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6рак — I I, род. п. а, укр., блр. рак, русск. цслав. ракъ, болг. рак, сербохорв. ра̏к, словен. ràk, род. п. raka, чеш., слвц., польск., в. луж., н. луж. rak. Не имеет удовлетворительной этимологии. Предположение о родстве с лит. erkė овечья вошь, клещ …
7ροκάνα — και ρουκάνα, η, Ν 1. μεγάλο ροκάνι, πλάνη 2. ιδιόφωτο ξύλινο μουσικό όργανο, με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα λαβή, ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυκάνη] …
8ροκάνι — και ρουκάνι, το Ν ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και λείανση επιφάνειας ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροκάνα / ῥυκάνη*] …
9ροκανίζω — ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ [ῥυκάνη / ροκάνα] λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω νεοελλ. 1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι») 2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («τού ροκάνισε όλη την περιουσία») β) κάνω διάρρηξη με… …
10ρυκανώ — άω, Μ [ρυκάνη] ροκανίζω, πλανίζω …
- 1
- 2