ρυθμικος
1ῥυθμικός — masc nom sg …
2ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… …
3ρυθμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με ρυθμό: Πολλά κορίτσια κάνουν ρυθμική γυμναστική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥυθμικά — ῥυθμικός neut nom/voc/acc pl ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc/acc dual ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ῥυθμικώτερον — ῥυθμικός adverbial comp ῥυθμικός masc acc comp sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc comp sg …
6ῥυθμικῶν — ῥυθμικός fem gen pl ῥυθμικός masc/neut gen pl …
7ῥυθμικόν — ῥυθμικός masc acc sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc sg …
8ῥυθμικοῖς — ῥυθμικός masc/neut dat pl …
9ῥυθμικοί — ῥυθμικός masc nom/voc pl …
10ῥυθμικοῦ — ῥυθμικός masc/neut gen sg …