ρυθμικος
41ՉԱՓԱԲԵՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0573 Chronological Sequence: 6c, 10c, 11c, 13c ա. μέτριος moderatus. Չափաւոր. չափով բերեալ. *Եւ զի՞նչ է ինձ սակաւս եւ նուազագոյնս յօդել սահմանս կսկծելիս չափաբերականս, մինչ անցեալ է ըստ քանակութիւն: Նշխար յիշատակի մասին օրհնութեան… …
42εύρυθμος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει καλό ρυθμό, ρυθμικός, κανονικός: Εύρυθμη λειτουργία σχολείου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43ισόχρονος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται σε ίσα χρονικά διαστήματα, ρυθμικός: Ισόχρονος σφυγμός. 2. αυτός που γίνεται κατά τον ίδιο χρόνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45ῥυθμικάς — ῥυθμικά̱ς , ῥυθμικός fem acc pl …
46rítmico — rítmico, ca (Del lat. rhythmĭcus, y este del gr. ῥυθμικός). adj. Perteneciente o relativo al ritmo o al metro. ☛ V. acento rítmico, gimnasia rítmico, música rítmico …