ρυθμικος

  • 31ρυθμητικός — ή, όν, Α [ῥυθμῶ (Ι)] πιθ. ρυθμικός …

    Dictionary of Greek

  • 32ρυθμικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού ρυθμικού, η ύπαρξη ρυθμού, συμμετρίας, κανονικότητας, τάξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμικός. Η λ., στον λόγιο τ. ρυθμικότης, μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Δρακούλη] …

    Dictionary of Greek

  • 33ρυθμοειδής — ές, Α αυτός που έχει ρυθμό, ρυθμικός («ῥυθμοειδὴς περίοδος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυθμός + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 34ρύθμιος — ία, ον, Α [ῥυθμός] αυτός που ακολουθεί έναν ρυθμό ή ένα μέτρο, ρυθμικός …

    Dictionary of Greek

  • 35σάμπα — Χορός βραζιλιανής καταγωγής, με συγκεκομμένο ρυθμό. Αρχικά, υπήρχαν δυο τύποι σ.: ένας κυκλικός, με φιγούρες καθαρά αφρικανικής προέλευσης και ένας άλλος σε ζευγάρια, που συχνά συνοδευόταν από τραγούδι. Σήμερα, το όνομα δίνεται σ’ ένα ζωηρό λαϊκό …

    Dictionary of Greek

  • 36συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …

    Dictionary of Greek

  • 37τικ-τακ — και τίκι τακ, το, Ν άκλ. 1. λέξη που χρησιμοποιείται για τη δήλωση τού ήχου που παράγει ένα ρολόι, ρυθμικός ήχος 2. φρ. «η καρδιά του κάνει τικ τακ» μτφ. είναι ερωτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tic tac, προϊόν ονοματοποιίας] …

    Dictionary of Greek

  • 38τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 …

    Dictionary of Greek

  • 39υπόδικος — Αρχαίος ρυθμικός και μουσικός. Έζησε τον 6o αι π.Χ. . Καταγόταν από τη Χαλκίδα και θεωρείται ως ο νικητής του πρώτου διθυραμβικού διαγωνισμού, που έγινε στην Αθήνα το 508 π.Χ. Επιπλέον συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους εισηγητές χορού ανδρών… …

    Dictionary of Greek

  • 40ՈՏԱՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0524 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c, 13c ա.մ. որ եւ Ոտնաւոր. Ունօղ զոտս. քայլօղ, եւ քայլելով ոտամբ. ոտնակաց. *Գազանս այս ո՛չ է ոտանաւոր իբրեւ զչորքոտանիս. Վրդն. ծն.: *Անցցեն ընդ գետն յոտանաւոր (կամ յոտանաւորք)».… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)