ρυθμικος

  • 21έρρυθμος — ον και ένρυθμος, ον (A ἔρρυθμος, ον και ἔνρυθμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικός («ἔρρυθμος λόγος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρυθμός, με αφομοίωση τού ν προς το ρ ] …

    Dictionary of Greek

  • 22αμφίβραχυς — Ένας από τους πόδες της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης ελληνικής μετρικής. Κατά την αρχαιότητα o πους αυτός ήταν τετράχρονος, τον αποτελούσαν δηλαδή τρεις συλλαβές από τις οποίες μόνο η μεσαία ήταν μακρά (ίση με δύο βραχείες). Στη σύγχρονη… …

    Dictionary of Greek

  • 23εξάσημος — η, ο (Α ἑξάσημος, ον) 1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος 2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα… …

    Dictionary of Greek

  • 24καταρ(ρ)υθμίζω — (Α) 1. δίνω σε κάτι ρυθμό και συμμετρία 2. κατευθύνω κάποιον σε κάτι («καταρρυθμίζειν τινὰ ἐς τὴν τοῡ δικαίου δόξαν», Φιλόστρ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερρυθμισμένος, η, ον ρυθμικός …

    Dictionary of Greek

  • 25κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 26μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… …

    Dictionary of Greek

  • 27μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… …

    Dictionary of Greek

  • 28ντουζένι — το 1. στον πληθ. τα ντουζένια ρυθμικός τύπος ανατολίτικης προέλευσης που πάνω του βασίστηκε το ρεμπέτικο τραγούδι, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο τής ανάπτυξής του πριν από το 1922 2. (διαλ.) εργαλείο 3. φρ. «είναι στο ντουζένι» (για όργανο)… …

    Dictionary of Greek

  • 29πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …

    Dictionary of Greek

  • 30πεντεκαιδεκάσημος — η, ο / πεντεκαιδεκάσημος, ον, ΝΑ (για μετρικούς πόδες) αυτός που αποτελείται από δεκαπέντε σημεία ή δεκαπέντε πρώτους χρόνους νεοελλ. φρ. «πεντεκαιδεκάσημο ρυθμικό ποδικό μέγεθος» ρυθμικός πόδας ο οποίος σύγκειται από δεκαπέντε σημεία και… …

    Dictionary of Greek