ρυθμικος
11ῥυθμικούς — ῥυθμικός masc acc pl …
12ῥυθμικωτάτην — ῥυθμικός fem acc superl sg (attic epic ionic) …
13ῥυθμικῆς — ῥυθμικός fem gen sg (attic epic ionic) …
14ῥυθμική — ῥυθμικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
15ῥυθμικήν — ῥυθμικός fem acc sg (attic epic ionic) …
16ῥυθμικῷ — ῥυθμικός masc/neut dat sg …
17πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …
18ритмика — РИ´ТМИКА (от греч. ῥυθμικός размеренный, стройный) 1) отдел поэтики, изучающий вопросы ритмического строя стиха. Понятие Р. неотделимо от метрики, но последняя обычно относится к общим стихотворным размерам, в то время как предмет Р. состоит в… …
19ритмика — (др. греч. ρυθμίκός равномерный, размеренный) 1) В литературоведении: раздел стиховедения; 2) в лингвистике текста: совокупность всех проявлений ритма …
20rítmico — ► adjetivo 1 POESÍA Del ritmo o del verso: ■ los versos tienen acentos rítmicos. 2 Que tiene ritmo o compás: ■ danzaban como movimientos rítmicos; los tamborileros llevaban un repiqueteo rítmico. SINÓNIMO acompasado * * * rítmico, a adj. Sujeto a …