ρυαχετος

  • 1ρυάχετος — ὁ, Α θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα αχ και επίθημα ετός (πρβλ. συρφ ετός)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ῥυάχετον — ῥυάχετος unstable crowd masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …

    Dictionary of Greek