ρηγμα

  • 51ρηγματίας — και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α 1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων» 2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος» πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας… …

    Dictionary of Greek

  • 52ρηγμός — και ῥηχμός, ὁ, Α 1. ρήγμα, χάσμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμίν». [ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ τού ῥήγνυμι + κατάλ. μός] …

    Dictionary of Greek

  • 53ρωγάς — άδος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος 2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεδι άς)] …

    Dictionary of Greek

  • 54ρωγή — ἡ, Α ρήγμα, χάσμα γης («ῥωγαί ῥήξεις», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι*. Ο τ. απαντά βασικά στο σύνθ. διαρρωγή] …

    Dictionary of Greek

  • 55ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 56ρώξ — (I) ῥωγός, ἡ, ΜΑ ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.) αρχ. σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. τού… …

    Dictionary of Greek

  • 57σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …

    Dictionary of Greek

  • 58σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους …

    Dictionary of Greek

  • 59συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …

    Dictionary of Greek

  • 60συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …

    Dictionary of Greek