ρηγμα

  • 41παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 42πρόσρηγμα — ήγματος, τὸ, Α [προσρήγνυμι] ρήγμα που οφείλεται σε ορμητική πρόσκρουση …

    Dictionary of Greek

  • 43πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… …

    Dictionary of Greek

  • 44ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… …

    Dictionary of Greek

  • 45ρήξη — η / ῥῆξις, ήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. Fρῆξις, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα 2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.) 3. ρήγμα, χάσμα νεοελλ. 1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη τής εισόδου… …

    Dictionary of Greek

  • 46ρίπος — ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α νεοελλ. ναυτ. 1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή 2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» ορθογώνιο… …

    Dictionary of Greek

  • 47ραγή — η / ῥαγή, ΝΑ ρήγμα, σχισμάδα νεοελλ. ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* + κατάλ. ή (πρβλ. πληγ ή)] …

    Dictionary of Greek

  • 48ραφίδα — η / ῥαφίς, ίδος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥαπίς ΜΑ βελόνα για ράψιμο (α. «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῑν», ΚΔ β. «ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε», Άρχιππ.) νεοελλ. βοτ. βελονοειδής κρύσταλλος που απαντά σε… …

    Dictionary of Greek

  • 49ρεμούλα — και ριμούλα, η, Ν 1. αρπαγή, λεηλασία ξένης περιουσίας με βίαιο τρόπο 2. υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων τού δημοσίου από δημόσιο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rimula «ρήγμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 50ρηγμάτωση — η, Ν τεχνολ. 1. δημιουργία ρωγμών σε ένα στερεό σώμα που υποβάλλεται σε καταπόνηση ανώτερη από τα όρια ελαστικότητας και πλαστικότητάς του 2. φρ. «ρηγμάτωση κοπώσεως» ρηγμάτωση που οφείλεται σε μικρή αλλά συχνά επαναλαμβανόμενη καταπόνηση.… …

    Dictionary of Greek