ρηγμα

  • 31ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …

    Dictionary of Greek

  • 32ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 33καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 34κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 35λάκημα — το (AM λάκημα) [λακώ] νεοελλ. 1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή 2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια αρχ. 1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο 2. φρ. «ὄρους λάκημα» ρήγμα όρους, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με… …

    Dictionary of Greek

  • 36λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… …

    Dictionary of Greek

  • 37λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 38νεστόριος — (Γερμανίκεια, Συρία ; – 451). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (428 432). Ο Ν., ενώ εγκαινίασε την πατριαρχική του σταδιοδρομία με πνεύμα αυστηρά ορθόδοξο και διαθέσεις εχθρικές κατά των αιρετικών, λίγο μετά την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 39ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… …

    Dictionary of Greek

  • 40ολίσθηση — η (Α ὀλίσθησις, εως, ιων. γεν. ιος) [ολισθάνω] αυτόματη κίνηση πάνω σε κατωφερή ή λεία επιφάνεια, γλίστρημα και πέσιμο νεοελλ. 1. (μηχαν.) μετάθεση δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημείο επαφής τής μιας να… …

    Dictionary of Greek