ρηγμα

  • 21αρρώξ — ἀρρώξ, ο, η (Α) αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώξ ( ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 22αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 23γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 24διάκλαση — η (Α διάκλασις, εως) [διακλώ] θρυμμάτιση, το σπάσιμο ενός πράγματος σε πολλά κομμάτια, σε θρύψαλα νεοελλ. 1. θρύψαλο, σπασμένο κομμάτι 2. παλαιά χειρουργική μέθοδος ακρωτηριασμού, κατά την οποία έσπαζαν το οστό τού εγχειριζόμενου μέλους 3. ρήγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 25διάνοιγμα — το 1. ρήγμα, σχισμή 2. διεύρυνση, διαπλάτυνση 3. το τμήμα (δρόμου, κοίτης ποταμού κ.λπ.) που έχει διαπλατυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < διανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό σύγγραμμα Αιγιναία] …

    Dictionary of Greek

  • 26διάρρηγμα — ( ατος), το ρήγμα, ρωγμή …

    Dictionary of Greek

  • 27διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… …

    Dictionary of Greek

  • 28διασφαγή — διασφαγή, η (AM) 1. χάσμα, άνοιγμα, ρήγμα 2. διασφάξ* αρχ. υδατοφράκτης …

    Dictionary of Greek

  • 29εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι …

    Dictionary of Greek

  • 30ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… …

    Dictionary of Greek