ρηγμα
101Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …
102ԾՈՒԷՆՔ — ( ) NBH 1 1027 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c գ. ῤῆγμα scissura, fissura, rima եւ ῤάκος (լծ. թ. եարըգ, էըրըգ ). lacera vestis, pannus. Արմատն երեկի լինել ռմկ. Ծիւ ծիւ, բզիկ բզիկ. Հերձիք. ցելումն. ճեղք. պատառուած,… …
103ԿԱՊԵՐՏ — (ի, ից.) NBH 1 1055 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c գ. ῤάκος, ῤῆγμα panniculus, pannus, vestis detrita, fragmentum, ruptura σάκκος saccus ἰμάτιον vestimentum. Իբրու փերթ կապայի, կամ քէպէի. Պատառ պաստառի, կոտորակ… …
104ՊԱՏԱՌՈՒՄՆ — (ռման.) NBH 2 0604 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 14c գ. ῤῆγμα, σχίσμα ruptura, fragmentum, scissura, fissura, diruptio. Պատառիլն. հերձումն. խզումն. բացումն. բաժա նումն. ճեղքումն ʼի միաբանութենէ. *Հարցէ զփոքր ապարանս պատառմամբ:… …
105χάσμα — χάσμα, το ατος 1. ρήγμα γης, βάραθρο, γκρεμός. 2. κάθε κενό από διακοπή συνέχειας. 3. φρ., «χάσμα νόμου», παράλειψη ρύθμισης από το νόμο ορισμένης σχέσης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
106ῥηγμάτων — ῥη̱γμάτων , ῥῆγμα breakage neut gen pl …
107ῥήγμασι — ῥή̱γμασι , ῥῆγμα breakage neut dat pl …
108ῥήγμασιν — ῥή̱γμασιν , ῥῆγμα breakage neut dat pl …
109ῥήγματα — ῥή̱γματα , ῥῆγμα breakage neut nom/voc/acc pl …
110ῥήγματι — ῥή̱γματι , ῥῆγμα breakage neut dat sg …