-
1 вилка
1. тех. το δίχαλο, η διχάλα 2. (штепсельная) о ρευματολήπτης, η φίσα. переходная - προσαρμογήςο προσαρμοστήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вилка
-
2 токоприёмник
1. (потребитель) о ρευματολήπτης (των ηλεκτροκίνητων οχημάτων) 2. (токосъёмник) о δέκτης του ρεύματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > токоприёмник
-
3 штепсель
ο ρευματολήπτηςпереключающий - (тлф.) о διακόπτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штепсель
-
4 вилка
вилкаж1. τό πηροδνι·2. тех.:электрическая, штепсельная \вилка ὁ ρευματολήπτης, ὁ διχαλωτός διακόπτης. -
5 токоприемник
токоприемникм эл. ὁ ρευματολήπτης τῶν ἡλεκτροκινήτων ὁχημάτων. -
6 токоприёмник
[τοκαπριιόμνικ] ουσ. α. ρευματολήπτης -
7 токоприёмник
[τοκαπριιόμνικ] ουσ α ρευματολήπτης -
8 розетка
-и θ.1. κροσσός ρόδινος.2. ροζέτα, ταινία παράσημου.3. πιατάκι γλυκού.4. κηροδόχη, λαμπαδοδόχη (σχήματος ρόδου).5. είδος αμπαζούρ πλατύστομο.6. ρευματοδότης, ακροσύνδεσμος, ρευματολήπτης, πρίζα.7. κυκλοτερές φύλλωμα.8. στολίδι ανάγλυφο με ρόδα ή άλλα άνθη. -
9 токоприёмник
-а α.ρευματολήπτης. -
10 штепсельный
επ.του βύσματος• του ρευματολήπτη•-ая розетка κινητός ρευματολήπτης.
См. также в других словарях:
ρευματολήπτης — ο, Ν (ηλεκτρολ.) διάταξη για τη λήψη ρεύματος, που χρησιμοποιείται στις φορητές ηλεκτρικές συσκευές, βρίσκεται στο άκρο τού καλωδίου σύνδεσης, ενώ το άλλο του άκρο συνδέεται μόνιμα με τη συσκευή και φέρει μεταλλικές επαφές, οι οποίες συνδέονται… … Dictionary of Greek
φις — το, Ν άκλ. (κν. ονομ.) ρευματολήπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche < ρ. ficher «μπήγω, βάζω μέσα» < λατ. figo «μπήγω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
πρίζα — πρίζα, η και μπρίζα, η (λ. γαλλ.), εξάρτημα ηλεκτρικής εγκατάστασης, αλλ. ρευματολήπτης ή ρευματοδότης: Βάλε το σίδερο στην πρίζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φις — το άκλ. (λ. γαλλ.), ρευματολήπτης, εξάρτημα με δύο ή περισσότερες μετάλλινες προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες τρύπες του ρευματοδότη (της πρίζας): Βάλε το φις στην πρίζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)