Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ρευματολήπτης

См. также в других словарях:

  • ρευματολήπτης — ο, Ν (ηλεκτρολ.) διάταξη για τη λήψη ρεύματος, που χρησιμοποιείται στις φορητές ηλεκτρικές συσκευές, βρίσκεται στο άκρο τού καλωδίου σύνδεσης, ενώ το άλλο του άκρο συνδέεται μόνιμα με τη συσκευή και φέρει μεταλλικές επαφές, οι οποίες συνδέονται… …   Dictionary of Greek

  • φις — το, Ν άκλ. (κν. ονομ.) ρευματολήπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche < ρ. ficher «μπήγω, βάζω μέσα» < λατ. figo «μπήγω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πρίζα — πρίζα, η και μπρίζα, η (λ. γαλλ.), εξάρτημα ηλεκτρικής εγκατάστασης, αλλ. ρευματολήπτης ή ρευματοδότης: Βάλε το σίδερο στην πρίζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φις — το άκλ. (λ. γαλλ.), ρευματολήπτης, εξάρτημα με δύο ή περισσότερες μετάλλινες προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες τρύπες του ρευματοδότη (της πρίζας): Βάλε το φις στην πρίζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»