ραμφίζω τσιμπώ
1τσιμπώ — τζιμπῶ, άω, ΝΜ 1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο 2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τόν τσίμπησε κουνούπι» β. «τόν τσίμπησε με μια καρφίτσα») νεοελλ. 1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το… …
2ραμφίζω — Ν [ράμφος] (για πτηνό) 1. χτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος μου 2. πιάνω, συλλαμβάνω με το ράμφος …
3ραμφίζω — ισα, (για πουλιά) τσιμπώ με τη μύτη: Τα κοκόρια ράμφιζαν το ένα τ άλλο με μανία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τσιμπώ — τσίμπησα, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος 1. κεντώ, αγκυλώνω με αιχμηρό αντικείμενο: Με τσίμπησε με βελόνα. 2. πιέζω δυνατά το δέρμα κάποιου με τα δύο δάχτυλά μου (με αντίχειρα και δείχτη), ώστε να πονέσει: Μην το τσιμπάς το παιδί. 3. ραμφίζω, χτυπώ με… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μυτίζω — (Μ μυτίζω) [μύτη] νεοελλ. 1. (για πτηνά) ραμφίζω, τσιμπώ κάτι με τη μύτη 2. κάνω κάτι οξύ στην άκρη σαν μύτη, οξύνω μσν. 1. πλησιάζω σε κάτι τη μύτη μου, τό μυρίζω 2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη, ρίχνω τον ιππέα …
6περικολάπτω — Μ χτυπώ, τσιμπώ ολόγυρα κάτι με το ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κολάπτω «ραμφίζω, χτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος»] …