ρίχνω στάχτη στα

  • 1ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …

    Dictionary of Greek

  • 2στάχτη — και σπάν. τ. στάκτη, η, Ν 1. τέφρα, σποδός, ό,τι απομένει μετά την καύση ενός πράγματος 2. ο μικρομύκητας ερυσίθη 3. η ασθένεια τών αμπελιών που προκαλείται από την ερυσίβη 4. φρ. α) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον β) «όλα… …

    Dictionary of Greek

  • 3στάχτη — η 1. ό,τι απομένει από την καύση κάποιου πράγματος, τέφρα. 2. συνηθ. φρ., «Ρίχνω στάχτη στα μάτια», εξαπατώ κάποιον έντεχνα· «Έγιναν όλα στάχτη», καταστράφηκαν εντελώς. 3. αρρώστια των φυτών …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …

    Dictionary of Greek