ράφτης

  • 21τερζής — ο, Ν ράφτης ελληνικών εθνικών ενδυμασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. terzi] …

    Dictionary of Greek

  • 22χριστοφόρος — I Όνομα 3 αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από χώρα της Ανατολής που δεν προσδιορίστηκε και ονομαζόταν Ρέπρεβος. Βαφτίστηκε στην Αντιόχεια από τον επίσκοπο Βαβύλα και τότε ονομάστηκε X. Πέθανε με αποκεφαλισμό στη Λυκία επί Δεκίου …

    Dictionary of Greek

  • 23χρυσοκλαβάριος — ὁ, Μ ράφτης που φτειάχνει χρυσοκέντητα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσόκλαβος + κατάλ. άριος (< λατ. ārius), πρβλ. ταβουλ άριος] …

    Dictionary of Greek

  • 24ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές …

    Dictionary of Greek

  • 25Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ζαξ, Χανς — (Ηans Sachs, Νυρεμβέργη 1494 – 1576). Γερμανός ποιητής. Με προτροπή του πατέρα του, ο οποίος ήταν ράφτης, ακολούθησε το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Μελέτησε λατινικά και έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα του γερμανικού ουμανισμού, σε μια κοινωνία… …

    Dictionary of Greek

  • 27Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 28Καραγιάννης, Ιωάννης — (19ος αι.). Ιδρυτής του πρώτου ελληνικού μελοδραματικού θιάσου. Αρχικά εργαζόταν ως ράφτης, αλλά εγκατέλειψε το επάγγελμά του για να συγκροτήσει μελοδραματικό θίασο (1888). Ο θίασος διαλύθηκε για οικονομικούς λόγους το 1890 και ο Κ. επέστρεψε στο …

    Dictionary of Greek

  • 29Καρλάιλ, Τόμας — (Thomas Carlyle, Εκλφέκαν, Ντάμφρισερ 1795 – Λονδίνο 1881). Άγγλος συγγραφέας και ιστορικός. Η οικογένειά του, αυστηρών καλβινιστικών αρχών, τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, αλλά ο ίδιος εγκατέλειψε τις θεολογικές σπουδές του. Η γνωριμία του… …

    Dictionary of Greek

  • 30Λε Καρέ, Τζον — (John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την… …

    Dictionary of Greek