ράφτης
11εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] …
12κοφτός — ή, ό (Α κοπτός, ή, όν) [κόπτω] κομμένος («κοφτό μακαρονάκι») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες») 2. φρ. «κοφτά λόγια» σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια β) «κοφτή κουταλιά» κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο… …
13ξελουστρόπανο — το λινό ύφασμα το οποίο ο ράφτης, αφού τό βρέξει και τό αποστραγγίσει, τό χρησιμοποιεί όταν σιδερώνει, για να φεύγει το γυάλισμα τού ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λούστρο + πανί] …
14ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …
15ράπτης — ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα μσν. αρχ. αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής …
16ραπτικός — ή, ό / ῥαπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτικός, ή, ό, Ν [ῥάπτης / ράφτης] το θηλ. ως ουσ. η ραπτική και ραφτική / ῥαπτική η τέχνη τού ράπτη, η τέχνη τής κατασκευής ενδυμάτων και λινοσκευής νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ραπτικά και ραφτικά τα… …
17ραφεύς — έως, ὁ, ΜΑ ο ράφτης αρχ. φρ. «ῥαφεὺς φόνου» αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῡδε τοῡ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] …
18ραφιδεύς — ὁ, θηλ. ῥαφίδεια, Α ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] …
19ραφτάδικο — και ραπτάδικο, το, Ν το ραφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφτης / ράπτης + κατάλ. άδικο (πρβλ. βενζιν άδικο)] …
20ταγιέρ — και ταγέρ, το, Ν άκλ. είδος γυναικείου ενδύματος που αποτελείται από φούστα και σακάκι ίδιου υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tailleur «ράφτης, γυναικείο ένδυμα»] …