π ή δημα
1δῆμα — neut nom/voc/acc sg …
2γλυκοκελά(η)δημα — το το ευχάριστο κελάηδημα των πουλιών: Με ξύπνησε το γλυκοκελά(η)δημα των πουλιών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3δῆμ' — δῆμα , δῆμα neut nom/voc/acc sg δῆμε , δῆμος district masc voc sg …
4δημακίδιον — δημᾱκίδιον , δημακίδιον neut nom/voc/acc sg …
5δήμασιν — δῆμα neut dat pl …
6δήματα — δῆμα neut nom/voc/acc pl …
7Constance Dima — (Greek: Κωνστάνς Δημά), born Konstantina Karadimou (Κωνσταντίνα Καραδήμου) August 18, 1948, is a Greek writer, poet and translator. Contents 1 Biographical note 2 Works 3 Works in collaboration with students of French …
8δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …
9περίδημα — τὸ, Α καθετί που δένεται γύρω γύρω από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δημα (< δέω «δένω»), πρβλ. διά δημα] …
10dē- : dǝ- and dēi-, dī- — dē : dǝ and dēi , dī English meaning: to bind Deutsche Übersetzung: “binden” Note: Root dē : dǝ and dēi , dī : “to bind” derived from du̯ai , du̯ei , stems of Root du̯ō(u) : “two” meaning “bind in two” Material: O.Ind. dy áti… …
- 1
- 2