πῶς οὐκ ἄν

  • 61κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 62λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 63οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …

    Dictionary of Greek

  • 64οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 65ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …

    Dictionary of Greek

  • 66πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …

    Dictionary of Greek

  • 67πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… …

    Dictionary of Greek

  • 68σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… …

    Dictionary of Greek

  • 69συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …

    Dictionary of Greek

  • 70τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… …

    Dictionary of Greek