πῠρῐ-γενής

  • 1κυκνογενής — κυκνογενής, ές (Μ) (επίθ. τής Ελένης) αυτός που είναι γεννημένος από κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, πυρι γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 2σουσιγενής — ές, Α αυτός που γεννήθηκε στα Σούσα («Περσᾱν Σουσιγενῆ θεόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούσα + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο γενής, πυρι γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 3ρυσιγενής — ες, Α ῥυσιγένεθλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 4τριταιογενής — ές, Α αυτός που προέρχεται από τριταίο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριταῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 5υληγενής — και ὑλογενής και ὑλιγενής, ές, Α κατασκευασμένος από ξύλο ή, κατ άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 6φωτογενής — ές, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει φωτογένεια, τού οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο») μσν. αυτός που γεννήθηκε από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + γενής (< γένος <… …

    Dictionary of Greek

  • 7πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 8πυριγενής — και πυρογενής, ές, ΝΑ (για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη χρήση φωτιάς νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία 2. φρ. «πυριγενή πετρώματα» (πετρογρ.) παλαιότερη ονομασία τών …

    Dictionary of Greek