πῠρί-α

  • 121νιφόβλητος — νιφόβλητος, ον (Α) νιφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλητός (< βάλλω), πρβλ. πυρί βλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 122οδυνήφατος — ὀδυνήφατος, ον (Α) αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος. Το σύνθετο αυτό… …

    Dictionary of Greek

  • 123οινοφερής — οἰνοφερής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς οἶνον ἐπιρρεπής, πάροινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φερής (< φέρω), πρβλ. πυρι φερής] …

    Dictionary of Greek

  • 124οξύμαχος — η, ο ανθεκτικός στη διαβρωτική επίδραση τών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πυρί μαχος] …

    Dictionary of Greek

  • 125οψίκαυστοι — ὀψίκαυστοι, οἱ (Μ) (ενν. ἁλιεῑς) αυτοί που έχουν ηλιοκαμμένη όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψις + καυστός < καίω), πρβλ. πυρί καυστος] …

    Dictionary of Greek

  • 126πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …

    Dictionary of Greek

  • 127παλίνσοος — παλίνσοος, ον (Α) αυτός που σώθηκε πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σοος (< σῶος / σόος), πρβλ. πυρί σσοος] …

    Dictionary of Greek

  • 128παλτός — παλτός, ή, όν (Α) [πάλλω] 1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν α) βέλος β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες… …

    Dictionary of Greek