πῠρί-α

  • 101κηρίφατοι — κηρίφατοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅσοι νόσῳ τεθνήκασιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + φατος (< φημί), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος] …

    Dictionary of Greek

  • 102κινησίπολος — κινησίπολος, ον (Α) αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί πολος, υψί πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 103κισσοστεφής — ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, ές) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι στεφής, ροδο στεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 104κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …

    Dictionary of Greek

  • 105κοσμολαμπής — ές (Μ) αυτός που φωτίζει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] …

    Dictionary of Greek

  • 106κοσμοφλεγής — κοσμοφλεγής, ές (Μ) αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυ φλεγής, πυρι φλεγής] …

    Dictionary of Greek

  • 107κυκλοφερής — κυκλοφερής, ές (AM) αυτός που διαγράφει κυκλική τροχιά. επίρρ... κυκλοφερῶς (Μ) κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + φερής (< φέρω), πρβλ. οινο φερής, πυρι φερής] …

    Dictionary of Greek

  • 108κυκνογενής — κυκνογενής, ές (Μ) (επίθ. τής Ελένης) αυτός που είναι γεννημένος από κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, πυρι γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 109λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …

    Dictionary of Greek

  • 110λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …

    Dictionary of Greek