πῠκάεντ'
1πυκάεντ' — πυκά̱εντα , πυκαείς neut nom/voc/acc pl πυκά̱εντα , πυκαείς masc acc sg πυκά̱εντι , πυκαείς masc/neut dat sg πυκά̱εντε , πυκαείς masc/neut nom/voc/acc dual …
2πυκάεις — ουδ. πύκαες, Α οξύς («πυκάεντ ὀλολυγμὸν ἀνδρός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα πυκ τού θ. πευκ τού πεύκη* με κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. πευκ άεις «πικρός, διαπεραστικός»)] …