πῐσα
1πίσα — πίσᾱ , πίσα fem nom/voc/acc dual πίσᾱ , πίσα fem nom/voc sg (doric aeolic) πίσον pease neut nom/voc/acc pl πί̱σᾱ , πῖσος meadows neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …
2Πῖσα — fem nom/voc sg …
3Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …
4Πίσα — Πί̱σᾱ , Πῖσα fem nom/voc/acc dual Πί̱σᾱ , Πῖσα fem nom/voc/acc dual Πί̱σᾱ , Πῖσα fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5πίσᾳ — πίσαι , πίσα fem nom/voc pl πίσᾱͅ , πίσα fem dat sg (doric aeolic) …
6Πίσᾳ — Πί̱σᾱͅ , Πῖσα fem dat sg (doric aeolic) Πί̱σᾱͅ , Πῖσα fem dat sg (doric aeolic) …
7πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …
8πῖσα — πιπίσκω give to drink aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
9Πῖσ' — Πῖσα , Πῖσα fem nom/voc sg Πῖσαι , Πῖσα fem nom/voc pl Πῖσαι , Πῖσα fem nom/voc pl …
10πίσας — πίσᾱς , πίσα fem acc pl πίσᾱς , πίσα fem gen sg (doric aeolic) πί̱σᾱς , πιπίσκω give to drink aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …