πῐνᾰκ-ίς

  • 1πίνακ' — πίνακα , πίναξ board masc acc sg πίνακι , πίναξ board masc dat sg πίνακε , πίναξ board masc nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θωρακίς — θωρακίς, ίδος, ἡ (Α) θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. λειμακ ίς, πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 3καλαθίσκιον — και καλαθίσκον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καλαθίσκος) μικρό καλάθι*, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ίσκιον (< ίσκος + ιον), πρβλ. καδ ισκιον, πινακ ίσκιον] …

    Dictionary of Greek

  • 4κιστίς — κιστίς, ίδος και κίστεως, ἡ (Α) μικρό κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. is (πρβλ. θυρ ίς, πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 5μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… …

    Dictionary of Greek

  • 6πλινθηδόν — ΜΑ μσν. (για είδος γραφής) με γράμματα διατεταγμένα σε μορφή επιμήκους ορθογωνίου αρχ. κατά τον τρόπο και το σχήμα πλίνθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πινακ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 7ποτηρίδιον — τὸ, Α υποκορ. μικρό ποτήρι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. πινακ ίδιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 8πυργίς — ίδος, ἡ, Α δωμάτιο όπου φυλάσσονται τα σκεύη, σκευοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 9πυρσουρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ το πυρσούριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσουρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 10ρυμίς — ίδος, ή, ΜΑ υποκορ. τού ρύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek