πῐθοιγιών

  • 1πιθοιγίς — ἡ, Α φρ. «πιθοιγὶς ἠώς» η αυγή τής γιορτής τών Πιθοιγίων (Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθοιγία + επίθημα ίς] …

    Dictionary of Greek