1εποίγνυμι — ἐποίγνυμι (Α) κλείνω («πᾱσαι [πύλαι] γὰρ ἐπῴχατο», Ομ. Ιλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίγνυμι «ανοίγω»] …
Dictionary of Greek