πᾶνα
1πάνα — πάνον neut nom/voc/acc pl πάνᾱ , πανάω use up together pres imperat act 2nd sg πάνᾱ , πανάω use up together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2πάνα — και πάννα, η 1. μεγάλο κομμάτι λευκού υφάσματος, συν. για την περιτύλιξη βρέφους 2. μεγάλο πανί που χρησιμεύει για το καθάρισμα φούρνου 3. η μούχλα 4. λαϊκή ονομασία τού καταρράκτη, αρρώστιας τών ματιών 5. ο ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί… …
3Πᾶνα — Πάν masc acc sg …
4πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) …
5παναγυρίων — πανᾱγυρίων , πανήγυρις general fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …
6παναγύριας — πανᾱγύριας , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
7παναμέριος — πανᾱμέριος , πανημέριος masc nom sg (doric) …
8πανάγυριν — πανά̱γυριν , πανήγυρις general fem acc sg (doric) …
9πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) …
10πανάμερος — πανά̱μερος , πανήμερος masc/fem nom sg (doric) …