πᾱχύτης
1παχύτης — thickness fem nom sg …
2παχύτης — (pachyta). Γένος εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Πρόκειται για μεγάλου ή μετρίου μεγέθους έντομα, που ζουν στις ορεινές περιοχές του Bορείου Hμισφαιρίου. Το αξιολογότερο είδος είναι η π. η τετρακήλιδη, μεγάλου σχετικώς μεγέθους, με… …
3παχύτησιν — παχύτης thickness fem dat pl …
4παχύτητα — παχύτης thickness fem acc sg …
5παχύτητας — παχύτης thickness fem acc pl …
6παχύτητες — παχύτης thickness fem nom/voc pl …
7παχύτητι — παχύτης thickness fem dat sg …
8παχύτητος — παχύτης thickness fem gen sg …
9παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …
10παχύτητα — η / παχύτης, ητος, ΝΜΑ [παχύς] (για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος νεοελλ. αρχ. 1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος 2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο 3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία …
- 1
- 2