πᾰρος
1πάρος — aforetime indeclform (adverb) πάρος aforetime indeclform (prep) …
2Πάρος — Paros fem nom sg …
3πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …
4Πάρος — Sp Pãras Ap Πάρος/Paros L s. ir mst. Kikladų ss., Graikija …
5παρός — πᾱρός , πηρός disabled in a limb masc nom sg (doric) …
6πᾶρος — πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc sg (aeolic) …
7Πάρω — Πάρος Paros fem nom/voc/acc dual Πάρος Paros fem gen sg (doric aeolic) …
8Парос — (Πάρος, Parus, ныне Паро) один из крупных Кикладских о вов, лежащий к З от Наксоса, от которого он отделен каналом шириной в 9 в., к Ю от Делоса, к С от Иоса. Наибольшая длина его с СВ к ЮЗ около 19 в., наибольшая ширина 15 в. По Каллимаху,… …
9Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο …
10Αργυρόπουλος, Βασίλης — (Πάρος 1894 – Αθήνα 1953).Ηθοποιός του θεάτρου. Το 1910 ήταν ηθοποιός του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη και αμέσως μετά του θιάσου της Κυβέλης όπου έμεινε μέχρι το 1914, οπότε στρατεύτηκε. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκε στο Γκέρλιτς, όπου… …