πᾰρήϊον
1παρήιον — παρήϊον , πάρειμι 2 ibo imperf ind act 3rd pl (epic ionic) παρήιον cheek neut nom/voc/acc sg …
2παρήϊον — τὸ, Α 1. παρειά, μάγουλο 2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια τού χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ήϊον (πρβλ. πρυταν ήϊον)] …
3παρηίοις — παρήιον cheek neut dat pl …
4παρηΐς — ΐδος και παρηϊάς, άδος και συνηρ. τ. παρῇς, ῇδος, ἡ, Α παρήϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ίς / ιάς] …
5παρήια — παρήϊα , πάρειμι 2 ibo imperf ind act 1st sg (epic ionic) παρήιον cheek neut nom/voc/acc pl …