πᾰπαῖ

  • 1παπαῖ — indeclform (exclam) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2παπαί — indeclform (exclam) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3παπαί — και παπαιάξ Α επιφών. 1. για μεγάλη θλίψη, οδύνη ή σωματικό πόνο) πω, πω, αλίμονο 2. για θαυμασμό ή χαρά με έκπληξη 3. για αποστροφή και περιφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβαί, βαβάζω). Το λατ. papae (πρβλ. babae) είναι δάνειο από… …

    Dictionary of Greek

  • 4παππαπαππαπαῖ — παπαῖ indeclform (exclam) παππαπαππαπαῖ indeclform (exclam) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… …

    Wikipedia

  • 6Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …

    Deutsch Wikipedia

  • 7αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …

    Dictionary of Greek

  • 8βαβά — (I) (AM βαβαί) επιφών. (εκφράζει λύπη) αχ! πω πω! αρχ. εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβάζω, παπαί). Το λατ. babae είναι δάνειο από την Ελληνική]. (II) το (λ. της παιδικής γλώσσας) 1. πληγή, χτύπημα, τραύμα 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 9παπαιάξ — Α επιφών. βλ. παπαί …

    Dictionary of Greek

  • 10πόποι — Α 1. επιφών. σχετλιασμού, αγωνίας, έκπληξης ή πόνου 2. (ως ουσ. πληθ.) οἱ πόποι οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πόποι, πόπαξ είναι προϊόντα ονοματοποιίας (πρβλ. βαβαί, παπαῖ). Η ερμηνεία «ω, θεοί» που έχει δοθεί στη φρ. ὤ πόποι προέρχεται πιθ. από κάποια …

    Dictionary of Greek