πᾰν-ώλης

  • 1κυθνώλης — κυθνώλης, ῶλες (Α) παροιμ. φρ. «κυθνώλης συμφορά» πλήρης όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθνος + ώλης (< ὄλλυμι) το ω λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. εξ ώλης, παν ώλης)] …

    Dictionary of Greek

  • 2προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… …

    Dictionary of Greek

  • 3πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …

    Dictionary of Greek

  • 4φρενώλης — ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek