πᾰν-άπορος
1πανάπορος — πανάπορος, ον (ΑΜ, Α κατά τον Ησύχ. πανήπορος, ον) εντελώς ενδεής, τελείως άπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπορος] …
1πανάπορος — πανάπορος, ον (ΑΜ, Α κατά τον Ησύχ. πανήπορος, ον) εντελώς ενδεής, τελείως άπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπορος] …