πᾰν-άπιστος

  • 1πανάπιστος — πανάπιστος, ον (Α) από κάθε άποψη απίστευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπιστος] …

    Dictionary of Greek

  • 2Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …

    Dictionary of Greek