πᾰλιν-ρύμη

  • 1παλιρρύμη — και παλινρύμη, ἡ (Α) 1. η προς τα πίσω κίνηση 2. φρ. «παλιρρύμη τῆς τύχης» η μεταστροφή τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥύμη «ροπή, δύναμη, ορμή»] …

    Dictionary of Greek

  • 2λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …

    Dictionary of Greek