πᾰλαιό-δουλος

  • 1κακόδουλος — κακόδουλος, ὁ (Α) 1. αυτός που συμπεριφερόταν άσχημα στους δούλους του 2. ο κακός δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δουλος (< δοῦλος), πρβλ. ιερό δουλος, παλαιό δουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ισόδουλος — ἰσόδουλος, ον (Α) ίσος, όμοιος με δούλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δουλος (< δούλος), πρβλ. μεγαλό δουλος, παλαιό δουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 3παλαιόδουλος — παλαιόδουλος, ὁ (Α) δούλος από παλιά, κληρονομημένος δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + δοῦλος] …

    Dictionary of Greek

  • 4θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …

    Dictionary of Greek