πᾰλίωξις
1παλίωξις — παλίωξις, ἡ (Α) η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»] …
2παλίωξις — παλί̱ωξις , παλίωξις pursuit in turn fem nom sg …
3παλιώξει — παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem nom/voc/acc dual (attic epic) παλῑώξεϊ , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (epic) παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (attic ionic) …
4ίωξις — ἴωξις, ἡ (Α) ιωκή*, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίωξις, με εσφαλμένο χωρισμό τών συστατικών τής λέξης] …
5οπισθοδίωξις — ὀπισθοδίωξις, ἡ (Μ) η παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + δίωξις (< διώκω)] …
6πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …
7παλινδίωξις — παλινδίωξις, ἡ (Α) παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δίωξις] …
8παλιώξεως — παλῑώξεω̆ς , παλίωξις pursuit in turn fem gen sg (attic) …
9παλίωξιν — παλί̱ωξιν , παλίωξις pursuit in turn fem acc sg …