πύξ-ινος

  • 1φήγινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ινος (πρβλ. πύξ ινος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2φορίνη — ἡ, ΜΑ το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων αρχ. 1. το δέρμα ορισμένων ψαριών 2. το κέλυφος τής χελώνας 3. το ανθρώπινο δέρμα 4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα… …

    Dictionary of Greek

  • 3φηγινέος — η, ον, θηλ. και α, Α φήγινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ιν εος (< κατάλ. ινος + κατάλ. εος), πρβλ. κεδρ ίν εος, πυξ ίν εος] …

    Dictionary of Greek