πύξ

  • 51φήγινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ινος (πρβλ. πύξ ινος)] …

    Dictionary of Greek

  • 52φηγινέος — η, ον, θηλ. και α, Α φήγινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ιν εος (< κατάλ. ινος + κατάλ. εος), πρβλ. κεδρ ίν εος, πυξ ίν εος] …

    Dictionary of Greek

  • 53φορίνη — ἡ, ΜΑ το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων αρχ. 1. το δέρμα ορισμένων ψαριών 2. το κέλυφος τής χελώνας 3. το ανθρώπινο δέρμα 4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα… …

    Dictionary of Greek

  • 54φυλλάκανθος — ο / φυλλάκανθος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος εχινοδέρμων τών θερμών θαλασσών αρχ. (για φυτό) αυτός που έχει αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ἄκανθος (πρβλ. πυξ άκανθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 55Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 56ԾՂԱՑԻ — ( ) NBH 1 1019 Chronological Sequence: 6c, 13c, 14c մ. Ծղեօք, արմկամբ. բաղկացի եւ Բռնեցի. որպէս դնի ի յն. πύξ pugna. ... Քեր. թրակ. ուր Երզն. եւ Նչ. զծղացին իմանան *Բռնեցի եւ բազկացիʼʼ. իսկ Հին բռ. դնէ լոկ, բազկացի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 57peuk̂- and peuĝ- —     peuk̂ and peuĝ     English meaning: to stick; to punch     Deutsche Übersetzung: ‘stechen”, also “boxen” (“with vorgestrecktem Knöchel of Withtelfingers”)     Material: 1. peuk ̂ : Gk. *πεῦκος n. “cusp, peak, sting, prick” in Gk. περι πευκές …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 58puk̂-2 —     puk̂ 2     English meaning: to enclose, put together     Deutsche Übersetzung: “zusammendrängen, eng umschließen”     Note: Root puk ̂ 2 : “to enclose, put together” derived from Root ku , kus (*kʷukʷh ) : “to kiss” common Celtic Greek… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 59ampyx — ˈam(ˌ)piks noun Usage: capitalized Etymology: New Latin, from Greek, woman s diadem, probably from am (from ana ) + pyx (akin to Greek pykazein to cover closely, surround, crown); akin to Avestan pusā diadem …

    Useful english dictionary