πύξ

  • 41παλαιμοσύνη — και παλαισμοσύνη, ἡ (Α) η τέχνη τού παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. σύνη, ενώ κατ άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιππο σύνη, τοξο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 42πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 43πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν …

    Dictionary of Greek

  • 44πυγμάχος — ο, ΝΜΑ ο αθλητής που ασχολείται με την πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξ + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] …

    Dictionary of Greek

  • 45πυγμή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Α το άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιά νεοελλ. ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων») αρχ. 1. η πυγμαχία 2. πάλη, αγώνας 3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την… …

    Dictionary of Greek

  • 46πυγών — όνος, η, ΝΑ (στην αρχ. Ελλάδα) αρχαία μονάδα μήκους ίση με την απόσταση από τον αγκώνα ώς τον πρώτο αρμό τών δακτύλων, δηλαδή 38 περίπου εκατοστόμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύξ] …

    Dictionary of Greek

  • 47πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 48πυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16 τ. χλμ.). * * * και πυλεώνας, ο / πυλών και πυλεών, ῶνος, ΝΜΑ 1. μεγάλη εξωτερική πύλη, κύρια είσοδος μεγάρου, ναού, μονής,… …

    Dictionary of Greek

  • 49πυξών — ῶνος, ὁ, Α βλ. πυξ(ε)ών …

    Dictionary of Greek

  • 50πύκτης — και δωρ. τ. πύκτας, ὁ, Α 1. πυγμάχος 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος στους Δελφούς ως προστάτη τών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύξ] …

    Dictionary of Greek