πύξ

  • 31άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …

    Dictionary of Greek

  • 32γνυξ — γνύξ επίρρ. (Α) στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 33γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» …

    Dictionary of Greek

  • 34δαξ — δὰξ επίρρ. (Α) οδάξ*, με τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω για τον σχηματισμό πρβλ. και αρχ. επιρρήματα πυξ «με τις πυγμές», λαξ «με λακτίσματα, κλοτσιές» κ.τ.ό.] …

    Dictionary of Greek

  • 35κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… …

    Dictionary of Greek

  • 36λάγδην — (Α) επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξ λάξ) + επιρρμ. κατάλ. δην. Το κ τού θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο γ αφομοιωτικά προς το ηχηρό δ που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 37λισπόπυξ — λισπόπυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λισπόπυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. τού πυγή] …

    Dictionary of Greek

  • 38μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …

    Dictionary of Greek

  • 39ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …

    Dictionary of Greek

  • 40πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …

    Dictionary of Greek