πύννος
1πύννος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πρωκτός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν ) αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. πύματος, ενώ κατ άλλη άποψη η λ. συνδέεται με τον τ. πυγή* «οπίσθια» και… …
2πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν …
3πυννιάζω — Α [πύννος] πουνιάζω* …
4πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ …
5pū̆ -1, peu-, pou- also phu- — pū̆ 1, peu , pou also phu English meaning: to blow, blow up Deutsche Übersetzung: von der Schallvorstellung der aufgeblasenen Backen; “aufblasen; aufgeblasen, angeschwollen, angeschwollen, aufgebauscht” etc. Material: O.Ind.… …