πότμος
1πότμος — that which befalls one masc nom sg …
2πότμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον 2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή 3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.) 4. ως κύριο όν. Πότμος η Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)… …
3πότμοι — πότμος that which befalls one masc nom/voc pl …
4πότμοιν — πότμος that which befalls one masc gen/dat dual …
5πότμοιο — πότμος that which befalls one masc gen sg (epic) …
6πότμον — πότμος that which befalls one masc acc sg …
7πότμου — πότμος that which befalls one masc gen sg …
8πότμων — πότμος that which befalls one masc gen pl …
9πότμῳ — πότμος that which befalls one masc dat sg …
10κακόποτμος — κακόποτμος, ον (Α) κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.). επίρρ... κακοπότμως (Μ) με δυστυχία, κακότυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ ποτμος, υστερό ποτμος] …